ευσπλαχνία

ευσπλαχνία
η
η ιδιότητα του εύσπλαχνου.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ευσπλαγχνία — και ευσπλαγχνιά και ευσπλαχνιά και σπλαχνιά, η (ΑΜ εὐσπλαγχνία Μ και εὐσπλαχνία) [εύσπλαγχνος] ευγένεια και λεπτότητα συναισθημάτων για τις ταλαιπωρίες τών άλλων, διάθεση να συμπαρασταθεί κανείς και να βοηθήσει κάποιον που πάσχει, συμπόνια,… …   Dictionary of Greek

  • ευσπλαγχνιστικός — εὐσπλαγχνιστικὸς και ἐσπλαγχνιστικός, ή, όν (Μ) [ευσπλαγχνίζομαι] (για λόγο) αυτός που προκαλεί ευσπλαχνία, οίκτο …   Dictionary of Greek

  • εύσπλαγχνος — και εύσπλαχνος και έσπλαχνος, η, ο (ΑΜ εὔσπλαγχνος, ον, Μ και εὔσπλαγχνος, ον) γεμάτος ευσπλαγχνία, πονόψυχος, φιλάνθρωπος μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὔσπλαγχνον η ευσπλαγχνία, το έλεος. επίρρ... ευσπλάγχνως (ΑΜ εὐσπλάγχνως) ευσπλαγχνικά, με… …   Dictionary of Greek

  • καλοσύνη — και καλωσύνη η (Μ καλοσύνη και καλωσύνη) 1. αγαθότητα, πραότητα, χρηστότητα 2. καλή πράξη, ευεργεσία («μού έχει κάνει πολλές καλοσύνες») 3. καλό, κέρδος, ωφέλεια, όφελος 4. καλός καιρός, γαλήνη, ευδία («σήμερα έχουμε καλοσύνη») νεοελλ. 1. αγάπη,… …   Dictionary of Greek

  • καλόψυχος — η, ο (AM καλόψυχος, ον) αυτός που έχει καλή ψυχή, αγαθός, καλόκαρδος, καλόγνωμος, ευσπλαχνικός μσν. αρχ. αυτός που έχει καλή ψυχική διάθεση. επίρρ... καλόψυχα (Μ καλόψυχα) νεοελλ. με ευσπλαχνία, με καλοσύνη, με καλή ψυχή μσν. σε καλή ψυχική… …   Dictionary of Greek

  • λυπημός — ο [λυπώ] 1. οίκτος, ευσπλαχνία, συμπόνια, λύπηση 2. ό,τι προκαλεί τον οίκτο …   Dictionary of Greek

  • λυπησία — λυπησία, ἡ (Μ) οίκτος, ευσπλαχνία, λύπηση. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού λύπηση κατά τα θηλ. σε ία] …   Dictionary of Greek

  • λύπη — η (AM λύπη) 1. το δυσάρεστο συναίσθημα που προέρχεται από ψυχικό πόνο, η θλίψη, η στενοχώρια, η πικρία, σε αντιδιαστολή με τη χαρά (α. «με λύπη εγκάρδια εθεωρούσε όλα τα μνήματα», Σολωμ. β. «οὕτω κοινόν τι ἄρα χαρᾷ καὶ λύπῃ δάκρυά ἐστιν», Ξεν.) 2 …   Dictionary of Greek

  • λύπηση — η (Μ λύπησις) [λυπώ] οίκτος, ευσπλαχνία, συμπόνια («έτσι που κατάντησε είναι για λύπηση») νεοελλ. 1. μεγάλη λύπη, μεγάλη θλίψη 2. φρ. α) «παίρνω λύπηση» λυπάμαι β) «έχω λύπηση σε κάποιον» συμπονώ κάποιον …   Dictionary of Greek

  • πανίλαος — ον, Α γεμάτος ευσπλαχνία και χάρη, ηπιότατος, πραότατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἵλαος, άλλος τ. τού ίλεως «ευμενής, πράος»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”